- εἴληχα
- λαγχάνωobtain by lotperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰλήχασι — εἰλήχᾱσι , λαγχάνω obtain by lot perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλήχασιν — εἰλήχᾱσιν , λαγχάνω obtain by lot perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴληχ' — εἴληχα , λαγχάνω obtain by lot perf ind act 1st sg εἴληχε , λαγχάνω obtain by lot perf imperat act 2nd sg εἴληχε , λαγχάνω obtain by lot perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήξις — (I) λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις) 1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.) 2. κατάσταση αρχ. 1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.) 2. η… … Dictionary of Greek
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek